- ξομολογώ
- βλ. εξομολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξομολογώ — (ε)ξομολόγησα, (ε)ξομολογήθηκα, (ε)ξομολογημένος, μτβ. 1. υποβάλλω κάποιον σε εξομολόγηση, τον κάνω να ομολογήσει κάτι. 2. (για ιερέα εξομολογητή), ακούω την εξομολόγηση πιοτού. 3. το μέσ., εξομολογούμαι και ξομολογιούμαι και ξομολογιέμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξομολόγημα — το [ξομολογώ] η εξομολόγηση … Dictionary of Greek
ξομολογάω — (σπάν. ξομολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), ξομολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής